-
1 ἑστιῶν αὐτούς
2 abs., give a feast, ἑ. μεγαλοπρεπῶς ib.12.51 ; entertainers,Pl.
Grg. 518d ;τὸν ἱστιῶντ' ἐπαινέω Epich.35.4
.3 c. acc. cogn.,Ζεὺς..Πέλοπι ἔρανον ἱστιῶν Id.87
; γάμους ἑ. give a marriage feast, E.HF 483, Ar.Av. 132 ;ἑ. νικητήρια X.Cyr.8.4.1
;ἐπινίκια D.59.33
;δεκάτην ὑπέρ τινος Id.40.28
;γενέθλια Luc.Herm.11
: and c dupl.acc., ;θεσμοφόρια ἑ. τὰς γυναῖκας Is.3.80
;τὴν γενέθλιον ἑ. τινά Luc.Dem.Enc.26
, cf. Symp.2 : c. dat., Eup.59.4 metaph.,ἑ. τινὰ λόγων καλῶν Pl.R. 571d
, cf. Luc.Philops.39 ; ἑ. τὰς ἀκοάς, τὴν ὄψιν, Ael.VH3.1, NA17.23, etc.II [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.ἑστιάσομαι Pl.R. 345c
, Tht. 178d ; later ἑστιᾱθήσομαι Sch.Ar. Ach. 977 : [tense] aor. 1 , ( συν-) D.19.190 ; laterἑστιάσασθαι S.E.M.8.186
: [tense] pf. , [dialect] Ion. inf.ἱστιῆσθαι Hdt. 5.20
:—to be a guest, be feasted, Id. l.c., Pl.R. 372c ;ἑ. παρὰ ἀνδρὶ φίλῳ Antipho 1.26
: c. acc. rei. feast on.., ἑ. ἐνύπνιον have a visionary feast, 'feast with the Barmecide', Ar.V. 1218 ; ἑ. γῆν, τὰ ὄντα, Pl.R. 612a, Phdr. 247e : c. dat.,εὐωδίᾳ X.Smp.2.3
;λόγοις Ath.7.275b
: metaph., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστιῶν αὐτούς
-
2 λύτρον
1 ransom, mostly in pl. (later sg., D.S.20.84, Plu.2.295c, etc.), τῶν λ. τὴν δεκάτην the tithe of the ransom-money, Hdt.5.77; Ἕκτορος λύτρα, title of Il.24 and of play by Aeschylus; λύτρα λαβεῖν τινος receive as ransom for.., Th.6.5;τῆς θυγατρὸς λύτρα φέρων Pl.R. 393d
; λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι, pay ransom, D.53.11, 13; εἰσενεγκεῖν εἰς λύτρα contribute towards it, ib.7; ἀφιέναι ἄνευ λύτρων release without ransom, X.HG7.2.16, cf. Aeschin.2.100, D.19.169, etc.; δώσουσιν ἕκαστος λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ Κυρίῳ a ransom of his soul, LXX Ex.30.12; sg. in NT,λ. ἀντὶ πολλῶν Ev.Matt.20.28
, Ev.Marc.10.45;λ. ὑπὲρ γαμέτου IG14.607f
([place name] Carales); pl., sum paid for manumission of a slave, POxy.48.6 (i A. D.), etc.2 atonement, τί γὰρ λ. πεσόντος αἵματος; (so Canter for λυγρόν) A.Ch.48; of blood-money, LXX Ex.21.30, al.3 generally, recompense, λύτρον καμάτων for toil, Pi.I.8(7).1;συμφορᾶς Id.O.7.77
.II a plant, = λυσιμάχειος, Ps.-Dsc.4.3.
См. также в других словарях:
δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… … Dictionary of Greek